Η διάρκεια μιας έρευνας για απιστία εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, όπως η πολυπλοκότητα της υπόθεσης, οι απαιτήσεις του πελάτη, και το είδος των αποδεικτικών στοιχείων που χρειάζεται να συλλεχθούν. Η έρευνα για απιστία είναι συνήθως μια διαδικασία που απαιτεί προσεκτικό σχεδιασμό και παρακολούθηση, καθώς οι ντετέκτιβ πρέπει να καταγράψουν αδιάσειστα αποδεικτικά στοιχεία, όπως φωτογραφίες, βίντεο, και καταγραφές κινήσεων, με τρόπο που να μην γίνει αντιληπτός ο παρακολουθούμενος.
Στην πλειονότητα των περιπτώσεων, μια τυπική έρευνα για απιστία μπορεί να διαρκέσει περίπου 1-2 εβδομάδες. Αυτή η χρονική περίοδος επιτρέπει στους επαγγελματίες να παρακολουθήσουν τον στόχο σε διαφορετικές χρονικές στιγμές και να συλλέξουν δεδομένα που είναι επαρκή για να διαπιστώσουν τη συμπεριφορά του. Για παράδειγμα, αν ο παρακολουθούμενος δραστηριοποιείται κυρίως τα Σαββατοκύριακα ή σε συγκεκριμένες ώρες της ημέρας, οι ντετέκτιβ προσαρμόζουν το πρόγραμμά τους για να καταγράψουν τυχόν ύποπτες συναντήσεις.
Ωστόσο, η διάρκεια μπορεί να επεκταθεί αν η υπόθεση είναι πιο περίπλοκη. Για παράδειγμα, αν το άτομο που παρακολουθείται είναι εξαιρετικά προσεκτικό ή αν συνηθίζει να αλλάζει τακτικά το πρόγραμμά του, οι ντετέκτιβ ίσως χρειαστεί να αυξήσουν τον χρόνο παρακολούθησης ώστε να αποκτήσουν τα αναγκαία στοιχεία. Σε περιπτώσεις όπου ο στόχος ταξιδεύει συχνά ή κινείται σε δύσκολα σημεία για παρακολούθηση, ο χρόνος της έρευνας μπορεί να επεκταθεί ανάλογα.
Η ακρίβεια και η διακριτικότητα είναι απαραίτητες σε αυτές τις περιπτώσεις, και γι αυτό η επαγγελματική προσέγγιση ενός ντετέκτιβ είναι καθοριστική. Εφόσον ολοκληρωθεί η έρευνα και συλλεχθούν τα αποδεικτικά στοιχεία, ο ντετέκτιβ παραδίδει μια λεπτομερή αναφορά στον πελάτη, η οποία περιλαμβάνει φωτογραφίες, βίντεο, και περιγραφές των γεγονότων που παρατηρήθηκαν. Ο στόχος είναι να προσφερθούν στον πελάτη στοιχεία που θα του δώσουν σαφή εικόνα για την υπόθεση, ώστε να μπορέσει να λάβει τις κατάλληλες αποφάσεις.